- θνητογαμία
- θνητογαμία, ἡ (Μ)ο γάμος με θνητό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -γαμία (< γάμος), πρβλ. ετερο-γαμία, μονο-γαμία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θνητογαμίαν — θνητογαμίᾱν , θνητογαμία marriage with a mortal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)